Ονειρεμένη απόδραση στην μαγευτική Τήνο !!
ΤΗΝΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
Από ένα νησί με πλούσια καλλιτεχνική παράδοση και πλούσια ερεθίσματα από το περιβάλλον του, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, παρά το μικρό μέγεθός του πληθυσμού του, προέρχονται τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες στο Ελληνικό στερέωμα.
Τα ονόματα Γιαννούλης Χαλεπάς και Νικόλαος Γύζης είναι τα πιο ευρέως γνωστά, ενώ οι υπόλοιποι είναι εξίσου γνωστοί από τα έργα τους που συναντάμε στην καθημερινότητά μας.
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Η Τήνος, το «νησί της Τέχνης και του Πολιτισμού», όπως έχει ονομαστεί, αγάπησε πολύ τις τέχνες και τις παραδόσεις και αυτό το επιβεβαιώνουν, με τα ανεπανάληπτα έργα τους, τα παιδιά της, που διέπρεψαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ' ολόκληρο τον κόσμο. Το ταλέντο και στη συνέχεια η αναγνώριση «χτύπησαν την πόρτα» των Τηνιακών κι εκείνοι υποστήριξαν επάξια τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στο νησί τους. Σήμερα, η Τήνος νιώθει περήφανη για τους καλλιτέχνες που γέννησε και οι οποίοι ανάδειξαν τόσο το νησί, όσο και τη χώρα μας παγκοσμίως.
Από ένα νησί με πλούσια καλλιτεχνική παράδοση και πλούσια ερεθίσματα στο περιβάλλον του, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, παρά το μικρό μέγεθός του πληθυσμού του, προέρχονται τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες στο Ελληνικό στερέωμα. Τα ονόματα Γιαννούλης Χαλεπάς και Νικόλαος Γύζης είναι τα πιο γνωστά ευρεία μάζα, ενώ οι υπόλοιποι είναι αξίσουν γνωστοί από τα έργα τους που συναντάμε στην καθημερινότητά μας. Παρακάτω σας παραθέτουμε τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της Τήνου, της νεότερης ιστορίας μας. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ο κορυφαίος Τήνιος γλύπτης με πανελλήνια και παγκόσμια προβολή. Γεννήθηκε στο χωρίο Πύργος της Τήνου το 1854. Ο πατέρας του ήταν μαρμαρογλύπτης. Από μικρός είχε δείξει ζήλο για την γλυπτική. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημ. Σχολείο Πύργου, οι γονείς του τον έστειλαν στην Σύρο όπου φοίτησε στο Σχολαρχείο και στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Επίμονα ζητούσε από τους γονείς του να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών, παρά την αντίθετη άποψή τους. Η επιμονή του έκαμψε και τον έστειλαν το 1869. Οι επιδόσεις του ήταν καταπληκτικές προκαλώντας τον θαυμασμό των καθηγητών του. Περνούσε τις τάξεις δύο-δύο με αριστεία και επαίνους και το 1872 παίρνει το πτυχίο του γλύπτη. Το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας το 1873 του χορηγεί υποτροφία για να σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου όπου ολοκληρώνει τις σπουδές του το 1876. Το 1876 μισθώνει στην Αθήνα ένα μικρό ισόγειο κατάστημα που το χρησιμοποιούσε ως οικία και ως εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής. Κατά το έτος 1878 έπαθε παράκρουση φρένων επί 40 τραγικά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται μία περίοδος που εμφανίζεται ως η πρώτη περίοδος του έργου του. Η δεύτερη περίοδος του έργου του ξεκίνησε από το 1918 όπου άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Εγκαταλελειμμένος από την πολιτεία και από τους ανθρώπους, εγκαθίσταται στο φτωχικό πατρικό του σπίτι στον Πύργο, φιλοτεχνώντας έργα από πηλό. Μετά από θόρυβο που δημιούργησαν διάφοροι κριτικοί γύρω από το σπουδαίο όνομά του και την απαράδεκτη εγκατάλειψή του, τα έργα του προβάλλονται το 1925 στην Έκθεση Ακαδημίας Αθηνών, ενώ παράλληλα ένας φιλότεχνος έμπορος του Πειραιά του χορηγούσε μηνιαίο επίδομα. Το 1927 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το βραβείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, χωρίς όμως καμία περαιτέρω υλική ενίσχυση. Η δεύτερη περίοδος του έργου του ολοκληρώνεται το 1830. Θεωρείται δε, ότι καθρεπτίζουν την τραυματισμένη από την μακροχρόνια αρρώστια ψυχική του κατάσταση. Η τρίτη περίοδος χαρακτηρίζεται από έργα μειωμένης απόδοσης έργα που φέρουν την σφραγίδα της ατυχίας, θλίψης και μελαγχολίας. Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε στο Σκλαβοχωριό της Τήνου το 1842. Σε ηλικία 8 ετών φιλοτεχνούσε ιχνογραφήματα και σχεδιαγράμματα. Στο χωριό δεν υπήρχε δουλειά και έτσι η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1850. Ο πατέρας του τον προόριζε για διάδοχό του στο ξυλουργείο που λειτουργούσε στο ισόγειο του σπιτιού τους. Ο μικρός ωστόσο, επειδή δεν ικανοποιούνταν από αυτή την εργασία, κρυφά φοιτούσε στο Πολυτεχνείο επί ένα έτος. Η μητέρα του που φιλοδοξούσε να τον δει μεγάλο καλλιτέχνη, τον κάλυπτε στον πατέρα του. Στο τέλος ο πατέρας του συμφώνησε ότι δεν ήταν προορισμένος για ξυλουργός και δέχτηκε να συνεχίσει τις σπουδές του. Σύμφωνα με τον κανονισμό της Σχολής Καλών Τεχνών, οι μαθητές θα πρέπει να έχουν κλείσει τουλάχιστον το 12 έτος της ηλικίας τους. Ο μικρός Γύζης ήταν μόλις 8. Τελικά συνέχισε τις σπουδές του βάση ενός πιστοποιητικού που τον παρουσίαζε κατά 4 χρόνια μεγαλύτερο. Τελικά ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1861. Το 1865 πήρε υποτροφία από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας και μετέβη στο Μόναχο, μέχρι το 1872. Ενώ παρακολουθεί με επιμέλεια τα μαθήματα των καθηγητών αποσπώντας επαίνους, δεν δέχεται και δεν εκτελεί πιστά την τεχνοτροπία τους. Τέμνει και ακολουθεί δική του προσωπική γραμμή. Η πρώτη φάση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας ξεκινά και ολοκληρώνεται την περίοδο αυτή. Το 1872 επιστρέφει στην Αθήνα όπου και οικοδομεί εργαστήριο ζωγραφικής. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην Ελλάδα, όπως δεσμευόταν από την υποτροφία του και το 1874 ξαναφεύγει στο Μόναχο. Επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα το 1877 για να παντρευτεί την Αρτέμιδα Νάζου. Επιστρέφει αμέσως και πάλι στο Μόναχο, όπου και βραβεύεται από κορυφαίους Κριτικούς για το έργο του. Εξελεγχθεί τακτικός καθηγητής των Καλών Τεχνών το 1888 στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Λάζαρος Σώχος γεννήθηκε στα Υστέρνια το 1862. Σε ηλικία 14 ετών φοίτησε στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών. Η επίδοσή του ήταν εξαιρετική. Μετά το πέρας των σπουδών του πήγε στο Παρίσι με υποτροφία από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας το 1881. Εισήχθη από τους πρώτους στην Ακαδημία Ωραίων Τεχνών. Και εκεί το ταλέντο του διέπρεψε. Μετά την αποφοίτησή του, ίδρυσε εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής στο Παρίσι. Υπήρξε το κέντρο συγκέντρωσης καλλιτεχνών της Ευρώπης. Ήταν απλός άνθρωπος, λιτός, μετριόφρων, φιλάνθρωπος και δεν αποζητούσε τιμές, δόξες και αξιώματα. Μοναδική φιλοδοξία του ήταν η απόδοση ωραίων μορφών στα γλυπτά του. Τα έργα του ήταν κυρίως εμπνευσμένα από την Ελληνική φύση και ιστορία. Διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, την χάρη, την ευγένεια, την επιβλητικότητα και την τελειότητα της εκτελέσεως. Τα έργα του βραβεύθηκαν σε 17 διαγωνισμούς και διεθνείς εκθέσεις. Το 1905 η Ελληνική Κυβέρνηση του ανέθεσε την αναστήλωση του Λέοντα της Χαιρωνίας και η Αρχαιολογική Εταιρεία των Αθηνών του ανέθεσε την επίβλεψη των εργασιών του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας. Το 1908 κατέλαβε την θέση των Καλών Τεχνών στο Πολυτεχνείο Αθηνών. Το 1911 προσβλήθηκε από ανίατο νόσημα όπου και απεβίωσε σε ηλικία 49 ετών. Ο Γεώργιος Βιτάλης γεννήθηκε στα Υστέρνια το 1840. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτονας. Όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο τον προσέλαβε για βοηθό του στην Σμύρνη. Ο νεαρός τότε Βιτάλης επειδή διψούσε για περισσότερη μόρφωση, εγκαταλείπει τον πατέρα του κρυφά και έρχεται στην Αθήνα να μείνει με τον θείο του. Ο θείος του διατηρεί εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής, ενώ παράλληλα ήταν και καθηγητής γλυπτικής στο Πολυτεχνείο Αθηνών. Ο νεαρός Βιτάλης την μισή μέρα δούλευε στο εργαστήριο και την άλλη μισή φοιτούσε στην ανωτέρω σχολή. Η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν εξαιρετική. Ύστερα από 7 χρόνια σπουδών, λαμβάνει το δίπλωμα του καλλιτέχνη γλύπτη με το πρώτο βραβείο. Η Βασίλισσα Αμαλία η οποία εκτίμησε το ταλέντο του, τον στέλνει με δική της δαπάνη να φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου το 1862. Και εκεί ο νεαρός Βιτάλης πρωτεύει, δικαιώνοντας τις προσδοκίες της Βασίλισσας. Κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο, παντρεύτηκε την θυγατέρα του νεαρού Βαρόνου που τον φιλοξενούσε. Αν και του έγινε τιμητική πρόταση από τον Βασιλέα της Γερμανία να καταλάβει την θέση του καθηγητή των καλών τεχνών στην Ακαδημία του Μονάχου, εκείνος προτίμησε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του φιλοτεχνώντας έργα τέχνης για την Ελλάδα. Επιστρέφει στην Σύρο όπου ιδρύει εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής. Φιλοτεχνεί εξαίρετα γλυπτά που κοσμούν την πρωτεύουσα των Κυκλάδων, καθώς και το μαρμάρινο τέμπλο του μεγαλύτερου και ωραιότερου ναού της Ελλάδος του Αγίου Νικολάου Σύρου. Διακόσμησε ακόμα τα ανάκτορα της Βασίλισσας Όλγας και τα αρχοντικά της Σοφία Τρικούπη και Σ. Σκουλούδη. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις παίρνοντας χρυσά και αργυρά μετάλλια. Από τον Βασιλέα της Ιταλίας του απονεμηθεί το δίπλωμα του επιτίμου μέλους του Καλλιτεχνικού Ινστιτούτου της Ρώμης. Από την Ελληνική Κυβέρνηση του έγινε πρόταση να καταλάβει την έδρα του καθηγητή των Καλών Τεχνών στο Πολυτεχνείο Αθηνών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης που του είχε μεγάλη εκτίμηση τον ζητούσε την γνώμη του κάθε φορά που σκόπευε να κοσμήσει την Αθήνα με έργα τέχνης. Επίσης τον έστειλε στην Αγγλία για να φιλοτεχνήσει τον Ανδριάντα του Φιλέλληνα Aγγλου πολιτικού Γλάδστωνα το οποίο κοσμεί τον περίβολο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το συγκεκριμένο έργο είχε ασχοληθεί ο αγγλικός τύπος χαρακτηρίζοντάς το αντάξιο των έργων των μεγάλων αρχαίων καλλιτεχνών. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Αβέρωφ. Προσβλήθηκε όμως από ανίατη νόσο και πέθανε το 1901 σε ηλικία μόλις 61 ετών. Σημαντικά γλυπτά του μπορείτε να επισκεφθείτε και στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών. Ο Δημήτριος Φιλιππότης γεννήθηκε στον Πύργο το 1839. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, από όπου πήρε το Απολυτήριο Γυμνασίου. Στην συνέχεια φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης αποσπώντας από όλες τις τάξεις επαίνους και βραβεία. Μετά την αποφοίτησή του ιδρύει μαρμαρογλυφείο στην Αθήνα. Το 1874, τον επισκέπτεται στο μαρμαρογλυφείο του ο Βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' με συνοδεία τον Βασιλέα της Δανίας Χριστιανό, οι οποίοι εξεδήλωσαν τον θαυμασμό τους. Ομοίως και ο Υπουργός παιδείας Ανδρέας Αυγερινός. Ατυχώς η ελληνική πολιτεία παρέμεινε αδιάφορη και άστοργη απέναντι σε αυτόν τον σπουδαίο Τήνιο Καλλιτέχνη. Δεν του παρεχωρήθη η έδρα του καθηγητή γλυπτικής στο Πολυτεχνείο Αθηνών που πολλές φορές έμεινες κενή. Παρά ταύτα όμως οι απόφοιτη του πολυτεχνείου έσπευδαν να μαθητεύουν και να ασκούνται στο μαρμαρογλυφείο του. Καθώς συνήθως συμβαίνει, το έργο του σπουδαίου μας καλλιτέχνη εκτιμήθηκε μετά τον θάνατό του το 1919, σε ηλικία 80 ετών. Η Ελληνική επιτροπή του απένειμε το μεταθανάτιο μεγάλο βραβείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Το μαρμαρογλυφείο του συντέλεσε τα μέγιστα στην προώθηση των Καλών Τεχνών και του Πολιτισμού. Στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας, μπορείτε να βρείτε το γλυπτό μαρμάρινο ομοίωμα του Κουμουνδούρου. Οι αδερφοί Φυτάλη, έκαναν την εμφάνισή τους στον καλλιτεχνικό ορίζοντα, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Υπήρξαν οι θεμελιωτές της νεότερης ελληνικής τέχνης και χάραξαν τον δρόμο που ακολούθησαν οι διάδοχοί τους. Γεννήθηκαν στα Υστέρνια λίγο μετά το 1820. Ο πατέρας τους ήταν μαρμαρογλύπης στο χωριό. Από νωρίς όμως η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από το Σχολαρχείο, ίδρυσαν εργαστήριο επί της οδού Ακαδημίας, έναντι της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Γεώργιος Φυτάλης, πήρε δίπλωμα Πολυτεχνείου και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα διορίστηκε καθηγητής των Καλών Τεχνών Πολυτεχνείου Αθηνών. Το εργαστήριό τους υπήρξε φυτώριο καλλιτεχνών από το 1840-1878. Έργα του Λαζάρου και του Μάρκου Φυτάλη, κοσμούν το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών.Τηνιοι καλλιτεχνες
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ
ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΩΧΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΤΑΛΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΦΥΤΑΛΗ